Ανδρική Υπογονιμότητα
Ορισμός και βασικές παραδοχές
Η συχνότητα της υπογονιμότητας των ζευγαριών είναι ένα ταχέως αναπτυσσόμενο πρόβλημα μιας και το ποσοστό της αυξήθηκε από 7-8% την δεκαετία του 1960 σε 30-35% τη δεκαετία του 1990. Ένα ζευγάρι συνιστάται να αρχίσει έλεγχο για υπογονιμότητα μετά την παρέλευση ενός έτους με τακτικές σεξουαλικές επαφές χωρίς προφυλάξεις, εκτός αν συνυπάρχει κάποιος επιβαρυντικός παράγοντας για τη γονιμότητα στο ζευγάρι, όπως π.χ. ιστορικό κρυψορχίας στον άντρα ή προχωρημένη ηλικία στη γυναίκα. Έχει διαπιστωθεί ότι στο 60% των υπογόνιμων ζευγαριών συνυπάρχει αίτιο τόσο στον άντρα όσο και στη γυναίκα.
Το ίσως μεγαλύτερο πρόβλημα στην διερεύνηση της ανδρικής υπογονιμότητας είναι ότι οι άνδρες δεν απευθύνονται στον ειδικό (Ουρολόγο- Ανδρολόγο) και αυτό διότι συχνά δεν γνωρίζουν τις παρακάτω αλήθειες:
- Πρόκειται περισσότερο για σύμπτωμα παρά για νόσο
- Η απευθείας διενέργεια τεχνητών αναπαραγωγικών μεθόδων (π.χ. εξωσωματική γονιμοποίηση) επιβαρύνει θεραπευτικά τη γυναίκα χωρίς να παρουσιάζει η ίδια κάποιο πρόβλημα
- Το κόστος των τεχνητών αναπαραγωγικών μεθόδων υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος διερεύνησης της υπογονιμότητας στον άντρα
- Σε ζευγάρια χωρίς ανεύρεση παθολογίας η σύλληψη θα γίνει εντός μηνός στο 20-25%, εντός 6 μηνών στο 75% και εντός ενός έτους στο 90%
- Στειρότητα ανευρίσκεται σε ποσοστά μόλις 15% των ζευγαριών. Ο γυναικείος παράγοντας είναι υπαίτιος στο 40%, ο ανδρικός στο 20% και μεικτός (και οι δύο παράγοντες) στο 30%. Άρα ουσιαστικά ο ανδρικός παράγοντας συμμετέχει στο 50% των περιπτώσεων. Το 25-35% των υπογόνιμων ζευγαριών τελικά θα επιτύχει γονιμοποίηση χωρίς καμία θεραπεία μόνο με φυσιολογική επαφή
- Η ψυχολογική κατάσταση του ανδρός έχει πολύ μεγάλη σημασία μιας και επηρεάζει την ποιότητα του σπέρματος
- Ο Ουρολόγος-Ανδρολόγος είναι ο ιατρός που μπορεί να διερευνήσει την ανδρική υπογονιμότητα ενώ ο Γυναικολόγος είναι υπεύθυνος για την διερεύνηση της γυναικείας υπογονιμότητας
Ο ενήλικας άντρας είναι δυνατόν να παραμείνει γόνιμος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, η πάροδος όμως της ηλικίας έχει ορισμένες επιπτώσεις. Η γήρανση (ειδικότερα μετά τα 40) συνδέεται με διάφορες αλλαγές στις ποιοτικές παραμέτρους του σπέρματος. Συγκεκριμένα, η γήρανση συνδέεται με μια σημαντική μείωση της κινητικότητας και με το ποσοστό των φυσιολογικών μορφολογικά σπερματοζωαρίων. Η μεγάλη ηλικία συνδέεται και με ένα αυξημένο κίνδυνο γέννησης βρεφών με σοβαρές γενετικές ανωμαλίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ανωμαλίες του κολποκοιλιακού διαφράγματος της καρδιάς. Όταν η ηλικία του άντρα υπερβαίνει τα 40 έτη υπάρχει 20% μεγαλύτερος κίνδυνος για τη γέννηση παιδιών με τέτοιες ανωμαλίες. Με άλλα λόγια καθοριστικό ρόλο στην γονιμότητα ενός ζευγαριού αλλά και στην πιθανή εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών στο έμβρυο δεν διαδραματίζει μόνο η γυναικεία αλλά και η ανδρική ηλικία.